βελουδένιος

βελουδένιος
-ια, -ιο και βελούδινος, -η, -ο
1. κατασκευασμένος από βελούδο
2. μαλακός, απαλός σαν βελούδο («βελουδένια μάγουλα», «...χέρια»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βελουδένιος, -ια, -ιο — 1. αυτός που είναι φτιαγμένος από βελούδο ή αναφέρεται σ’ αυτό: Τα βελουδένια μαξιλάρια είναι ιδιαίτερα μαλακά. 2. μτφ., μαλακός, απαλός σαν βελούδο: Γοητεύτηκα από τη βελουδένια φωνή της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… …   Dictionary of Greek

  • φελπεδένιος — ια, ιο, Ν φελπένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέλπα, κατ επίδραση τού βελουδένιος] …   Dictionary of Greek

  • Πιερίδης, Γιάγκος — Δημοσιογράφος και λογοτέχνης, κυπριακής καταγωγής (1897 1970). Έζησε πολλά χρόνια στην Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος), όπου και πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα. Ως δημοσιογράφος εργάστηκε στην εκεί ημερήσια ελληνική εφημερίδα Ταχυδρόμος, στην οποία… …   Dictionary of Greek

  • βελούδινος — η, ο ο βελουδένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατιφεδένιος, -ια, -ιο — αυτός που έχει κατασκευαστεί από κατιφέ, βελουδένιος: Φορούσε ένα κατιφεδένιο φόρεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”